- διερευνητικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά ο σχετικός με τη λεπτομερή έρευνα: Το βλέμμα του κινήθηκε διερευνητικά στο χώρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διερευνητικός — ή, ό [διερευνώ] 1. αυτός που αναφέρεται στη διερεύνηση, ο ικανός να διερευνά («διερευνητικό βλέμμα») 2. φρ. «διερευνητική εντολή» (για τον σχηματισμό κυβερνήσεως) η ανάθεση εντολής σχηματισμού κυβερνήσεως σε αρχηγό ή εκπρόσωπο κόμματος, το οποίο… … Dictionary of Greek
διερευνητικόν — διερευνητικός masc acc sg διερευνητικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διερευνητικήν — διερευνητικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διερευνητικῶς — διερευνητικός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταστικός — ή, ό (Μ ἐταστικός, ή, όν) [εταστής] εξεταστικός, διερευνητικός … Dictionary of Greek
διερευνητικάς — διερευνητικά̱ς , διερευνητικός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)